δραπετικός

δραπετικός
δραπετικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη
2. (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, επιρρεπής σε δραπέτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δραπετικός — δρᾱπετικός , δραπετικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετικόν — δρᾱπετικόν , δραπετικός of masc acc sg δρᾱπετικόν , δραπετικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπετικῶς — δρᾱπετικῶς , δραπετικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”